τσίμπλα

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source

Greek Monolingual

και τζίμπλα, η, Ν
1. η λήμη τών ματιών
2. η καύτρα λυχναριού
3. οφθαλμός στην βάση κάθε κληματίδας αμπελιού
4. θηλ. του τσίμπλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρήματος τσιμπλιάζω. Η λ. τονίστηκε στην παραλήγουσα, σε αντιδιαστολή προς το αρχ. σιφλή (βλ. τσιμπλιάζω), κατά το σχήμα δοξάζω: δόξα, πεινώ: πείνα (για ανάλογο φαινόμενο διαφοράς τονισμού, πρβλ. πύρα: πυρά, σπίθα: σπινθήρ)].