τσαρλατάνος

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. απατεώνας, αγύρτης
2. (για γιατρό) κομπογιανίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ciarlatano < ρ. ciarlare «φλυαρώ»].