τσιμπλιάρης

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source

Greek Monolingual

-α, -ικο, Ν
1. αυτός που έχει τσίμπλες στα μάτια του
2. το ουδ. ως ουσ. το τσιμπλιάρικο
(με υποτιμητ. σημ.) ανήλικο, ανώριμο παιδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσίμπλα + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. ψωριάρης)].