τσολιάς

From LSJ

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source

Greek Monolingual

ο, Ν τσόλι
1. εύζωνος
2. αυτός που φορά τσόλια, κουρέλια.