εύζωνος
From LSJ
Greek Monolingual
και εύζωνας, ο (ΑΜ εὔζωνος, -ον
Α και επικ. τ. ἐύζωνος, -ον)
νεοελλ.
ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης που φέρει την εθνική στολή (φουστανέλα, φέσι, τσαρούχια), τσολιάς
μσν.-αρχ.
1. (για γυναίκα) ζωσμένη ωραία, με λεπτή μέση, κομψή
2. ντυμένος ελαφρά, ζωσμένος, έτοιμος για αγώνα ή πορεία
3. δραστήριος, ενεργητικός
4. ευκίνητος, ταχύς
αρχ.
1. ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης (κυρίως χωρίς τη βαριά ασπίδα)
2. καλά οπλισμένος, με πλήρη εξάρτυση
3. καλά περιζωσμένος (α. «εὐζώνῳ τῇ κεφαλῇ» β. «εὐζώνους ἱματίων ἐπιζώστρας»)
4. αυτός που υποφέρεται εύκολα («εὔζωνος πενία»)
5. φτηνός («εὔζωνον καὶ οἷον εὐτελές»)
6. (για γυναίκα) εύτοκη, που έχει εύκολο τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζώνη.