Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
Ν τσούρμα / τσούρμο
1. (για πλοίαρχο) καταρτίζω το πλήρωμα του πλοίου μου
2. (αμτβ.) (για ναύτη) ναυτολογούμαι.