τσούρμα

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

η, Ν
το τσούρμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ciurma «πλήρωμα πλοίου» < κέλευσμα.