τυμπανόκρουστος

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που είναι τόσο τεντωμένος ώστε να μπορεί κανείς να τον χτυπήσει σαν τύμπανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + -κρουστος (< κρούω), πρβλ. ἄκρουστος].