τυποκλοπία
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
Greek Monolingual
η, Ν
λαθραία εκτύπωση ή ανατύπωση ξένου συγγράμματος ή τμήματός του για αθέμιτη κερδοσκοπία ή άλλους σκοπούς, κλεψιτυπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + -κλοπία (< -κλόπος < κλοπός < κλέπτω), πρβλ. λογοκλοπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].