Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
τυρβασμός: ὁ, = τῷ προηγ., Βυζ.
ὁ, Μ τυρβάζωτύρβασμα.