Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τυρκουάζ

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

Greek Monolingual

και τουρκουάζ, το, Ν
άκλ.
1. (ορυκτ.) ένυδρο φωσφορικό ορυκτό του χαλκού και του αργιλίου, ανοιχτού κυανού χρώματος, που χρησιμοποιείται ευρύτατα ως πολύτιμος λίθος
2. (κατ. επέκτ.) το γαλαζοπράσινο χρώμα
3. είδος υφάσματος από μετάξι και βαμβάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. turquoise < μέσ. γαλλ. turquoyse / turquaise, θηλ. του turquoys / turqueis «τουρκικός» < παλ. γαλλ. turc «Τούρκος»].