τουρκικός

From LSJ

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, και τούρκικος, -η, -ο, Ν Τούρκος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Τουρκία ή στους Τούρκους (α. «τουρκικός λαός» β. «τούρκικη κουζίνα»)
2. (το θηλ. εν. ή το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η τουρκική και τα τουρκικά και τούρκικα
η τουρκική γλώσσα
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) τούρκικα
κατά τρόπο τουρκικό, όπως ταιριάζει σε Τούρκο
4. φρ. «τουρκικό εφίππιο»
ανατ. κοιλότητα της άνω επιφάνειας του σφηνοειδούς οστού στο εσωτερικό της βάσης του κρανίου.