τυροκομείο

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422

Greek Monolingual

το, ΝΑ τυροκομῶ
νεοελλ.
το εργαστήριο του τυροκόμου
αρχ.
1. αγγείο ή μικρό καλάθι για τη φύλαξη του νωπού τυριού
2. (κατά τον Ησύχ.) «τάλαρος, ἐν ᾧ ὁ τυρὸς ἐπιμελείας τυγχάνει».