τυροκομείο

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source

Greek Monolingual

το, ΝΑ τυροκομῶ
νεοελλ.
το εργαστήριο του τυροκόμου
αρχ.
1. αγγείο ή μικρό καλάθι για τη φύλαξη του νωπού τυριού
2. (κατά τον Ησύχ.) «τάλαρος, ἐν ᾧ ὁ τυρὸς ἐπιμελείας τυγχάνει».