υαλοστάσιο

Greek Monolingual

το, Ν
1. πλαίσιο στο οποίο προσαρμόζονται οι υαλοπίνακες
2. διάφραγμα ή τοίχος κατασκευασμένος με υαλοπίνακες, κν. τζαμαρία ή τζαμλίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + -στάσιο (< -στάτης < ίστημι), πρβλ. κλιμακο-στάσιο. Η λ., στον λόγιο τ. ὑαλοστάσιον, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Ραμπαγάς].