Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υδρατμός

From LSJ

Greek Monolingual

ο, Ν
φυσ.-χημ. η αέρια κατάσταση του νερού και, ειδικότερα, ο ατμός που αναδίδεται από την αυτόματη εξάτμισή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + ατμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον θ. Αφεντούλη].