υδρορόος

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

ὁ, Α
υδρορρόη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -ρόος (< ῥέω), πρβλ. δακρύρροος].