υδροφορικός
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑδροφορικός; -ή, -όν, ΝΑ υδροφόρος
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή είναι χρήσιμος για τη μεταφορά νερού (α. «υδροφορικό σύστημα» — πολύπλοκο σύστημα υδροφόρων αγωγών τών εχινοδέρμων, μέσω του οποίου τίθενται σε κίνηση οι βαδιστικοί ποδίσκοι του ζώου καθώς γεμίζουν και εκκενώνονται από νερό
β. «ὑδροφορικὸν ἀγγεῖον», λεξ. Σούδα).
επίρρ...
ὑδροφορικῶς Α
όπως αυτός που μεταφέρει νερό.