υδροχαριτώδη

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446

Greek Monolingual

και υδροχαρώδη, τα, Ν
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που περιλαμβάνει την οικογένεια υδροχαριτίδες, φυτών υδρόβιων τών γλυκών και αλμυρών νερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hydrocharitales (< υδρο- + χάρις, -ιτος)].