ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra
-ον, Α1. (για ξύλο) αυτός που κόπηκε στο δάσος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑλότομονείδος φυτού που κόβεται στο δάσος, ή, κατ' άλλους, σκουλήκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. καλαμό-τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].