υμνωδός

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source

Greek Monolingual

ο, η / ὑμνῳδός, -όν, ΝΜΑ, και αρσ. ὑμναοιδός, ὁ, Α
αυτός που άδει εγκωμιαστικούς ύμνους
νεοελλ.
1. αυτός που συνθέτει εκκλησιαστικούς ύμνους, υμνογράφος, ψαλμωδός·2. εγκωμιαστής
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑμνῳδοί
άτομα που έψαλλαν ύμνους και χόρευαν.
επίρρ...
ὑμνῳδῶς Μ
με υμνωδίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. τραγῳδός].