υπέρθερμος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπέρθερμος, -ον, ΝΜ θερμός
υπέρμετρα θερμός
νεοελλ.
φρ. α) «υπέρθερμος ατμός»
φυσ. ατμός σε υψηλή θερμοκρασία που σχηματίζεται σε ορισμένες θερμοδυναμικές μεταβολές χωρίς προσφορά ποσοτήτων θερμότητας
β) «υπέρθερμο ύδωρ»
φυσ. νερό σε θερμοκρασία ανώτερη του σημείου βρασμού υπό ατμοσφαιρική πίεση
γ) «υπέρθερμη πηγή»
(υδρολ.) πηγή της οποίας τα νερά έχουν θερμοκρασία υψηλότερη τών 45°C.