υπέρλευκος

From LSJ

Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen

Menander, Monostichoi, 69

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπέρλευκος, -ον, ΝΜΑ
κατάλευκος, υπέρμετρα λευκός.