ὑπέρλευκος
From LSJ
English (LSJ)
ὑπέρλευκον, exceeding white, Hp.Mul.2.111, Luc.Am.41.
German (Pape)
[Seite 1198] übermäßig weiß; Hippocr.; Luc. am. 41.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'un blanc éclatant.
Étymologie: ὑπέρ, λευκός.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρλευκος: ослепительно-белый (χροιά Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρλευκος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν λευκός, Ἱππ. 638. 36, Λουκ. Ἔρωτ. 41.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπέρλευκος, -ον, ΝΜΑ
κατάλευκος, υπέρμετρα λευκός.