υπέρμετρος
From LSJ
Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπέρμετρος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που υπερβαίνει το μέτρο, ο υπερβολικός
2. (μετρ.) αυτός που παραβαίνει τους μετρικούς κανόνες ή αυτός που γίνεται κατά παράβαση τών μετρικών κανόνων.
επίρρ...
υπερμέτρως / ὑπερμέτρως ΝΜΑ, και υπέρμετρα Ν
υπερβολικά, πέρα από το μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. περί-μετρος, σύμ-μετρος].