υπέρσκληρος

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source

Greek Monolingual

-ον, Α σκληρός
ο υπέρμετρα σκληρός.
επίρρ...
ὑπερσκλήρως Α
(σχετικά με φορολογία) με υπερβολική σκληρότητα.