υπαπαντώ

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source

Greek Monolingual

-άω, Α
υπαντώ, προϋπαντώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἀπαντῶ].