υπαποκινώ
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
Greek Monolingual
-έω, Α
(αμτβ.) αποσύρομαι σιγά σιγά ή κρυφά («κἀμοὶ πιθόμενος ὑπαποκίνει τῆς ὁδοῦ», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἀποκινῶ «απομακρύνω, απέρχομαι»].