ὑπεκφεύγω ΝΜΑδιαφεύγω κρυφάνεοελλ.αποφεύγω με επιτήδειο τρόπο, με ελιγμόαρχ.(με αιτ.) αποφεύγω («ὅπως μίασμα πᾱσ' ὑπεκφύγῃ πόλις», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκφεύγω «φεύγω έξω, διαφεύγω»].