υπεραμύνομαι
From LSJ
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
Greek Monolingual
Ν
υποστηρίζω, αγωνίζομαι για να προστατεύσω κάποιον ή κάτι («υπεραμύνεται τών εθνικών συμφερόντων»).