υπεραμύνομαι

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161

Greek Monolingual

Ν
υποστηρίζω, αγωνίζομαι για να προστατεύσω κάποιον ή κάτι («υπεραμύνεται τών εθνικών συμφερόντων»).