υπεραυγής

From LSJ

ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please

Source

Greek Monolingual

-ές, Α
πάρα πολύ λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. διαυγής].