υπερελίσσω

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

Α
περιστρέφω κάτι πάνω από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἐλίσσω «περιστρέφω, περιτυλίσσω»].