υπερθορυβώ

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source

Greek Monolingual

Ν
1. προκαλώ μεγάλο θόρυβο
2. παθ. υπερθορυβούμαι
μτφ. θορυβούμαι σε μέγιστο βαθμό, καταθορυβούμαι.