υπερκαλύπτω
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
Ν
(κυριολ. και μτφ.) καλύπτω σε μέγιστο βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + καλύπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εστία].