υπερκαλύπτω

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source

Greek Monolingual

Ν
(κυριολ. και μτφ.) καλύπτω σε μέγιστο βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + καλύπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εστία].