υπερκαλύπτω
From LSJ
Ἡ φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur
Ν
(κυριολ. και μτφ.) καλύπτω σε μέγιστο βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + καλύπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εστία].