υπερμαχώ
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
Greek Monolingual
ὑπερμαχῶ, -έω, ΝΜΑ
μάχομαι υπέρ κάποιου, αγωνίζομαι για την προάσπιση κάποιου, υπερασπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -μαχῶ (< -μαχος < μάχομαι), πρβλ. προμαχῶ].