υποβοήθηση

From LSJ

καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχειtime and tide wait for no man

Source

Greek Monolingual

η, Ν
συμβολή σε κάτι, ενίσχυση της προσπάθειας κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποβοηθώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποβοήθησις, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς].