υποβρέμω

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93

Greek Monolingual

Α
βουίζω, ηχώ από κάτω («κελαινὸς δ' Ἄιδος ὑποβρέμει μυχὸς γαῖ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + βρέμω «ηχώ»].