Ν1. σύρω υπογραμμή κάτω από λέξη ή φράση2. τονίζω ιδιαίτερα κάτι, αποδίδω ιδιαίτερη σημασία σε κάτι («υπογράμμισε τα σημεία λογοκλοπής»).[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + γράμμα + -ίζω. Το ρ. μαρτυρείται από το 1860 στον Σ. Α. Κουμανούδη].