υποδιαλαμβάνω

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

Α
διακρίνω σε διαδοχικά τμήματα ή στάδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + διαλαμβάνω «ορίζω, διαιρώ, διακρίνω»].