υποδιαλαμβάνω

From LSJ

Greek Monolingual

Α
διακρίνω σε διαδοχικά τμήματα ή στάδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + διαλαμβάνω «ορίζω, διαιρώ, διακρίνω»].