Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υποείδος

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108

Greek Monolingual

το, Ν
βιολ.
1. συστηματική ομάδα ατόμων στα πλαίσια του είδους, τα οποία παρουσιάζουν ορισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που τά διακρίνουν από άλλα μέλη του είδους και τα οποία σχηματίζουν μια αναπαραγωγική ομάδα, αλλά είναι ακόμη σε θέση να διασταυρωθούν με άλλα μέλη του είδους
2. σύνολο ποικιλιών του ίδιου είδους που μοιάζουν μεταξύ τους ως προς ορισμένα χαρακτηριστικά περισσότερο απ' ό,τι μοιάζουν με άλλα σύνολα ποικιλιών του είδους αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + είδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].