υποζευγνύω

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

Greek Monolingual

ὑποζευγνύω, ΝΑ, και ὑποζεύγνυμι Α ζευγνύω / ζεύγνυμι
(σχετικά με ζώο) βάζω κάτω από τον ζυγό, ζεύω
αρχ.
1. μτφ. α) υποτάσσω, υποδουλώνω
β) κατατάσσω σε μία τάξη («τοὺς ἐν ἀμαθίᾳ κυλινδουμένους εἰς τὸ δουλικὸν ὑποζεύγνυσι γένος», Πλάτ.).