υποθλίβω

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

ΜΑ
πιέζω κάτι από κάτω ή το πιέζω λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + θλίβω «πιέζω»].