υποκατορύσσω

From LSJ

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152

Greek Monolingual

και αττ. τ. ὑποκατορύττω Α
(συν. το παθ.) ὑποκατορύσσομαι
σκάβομαι αποκάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κατορύσσω «σκάβω, ανοίγω λάκκο, θάβω»].