υποκοριστικός

From LSJ

ὡς τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι → regard as going to execution, regard as the outmarch to death

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑποκοριστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑποκορίζομαι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υποκορισμό, αυτός που δηλώνει υποκορισμό, κολακευτικός, χαῖδευτικός·2. το ουδ. ως ουσ. το υποκοριστικό
(ενν. όνομα) γραμμ. παράγωγο όνομα που δηλώνει υποκορισμό και που χρησιμοποιείται χαϊδευτικά ή σκωπτικά (α. «πολλά υποκοριστικά κύριων ονομάτων της Νεοελληνικής λήγουν σε -άκης» β. «ῥοίδιον μέντοι ὡς βοίδιον τὸ ὑποκοριστικόν», Αθήν.)
νεοελλ.
γλωσσ. το μορφηματικό ή λεξιλογικό στοιχείο που επιτελεί τη λειτουργία του υποκορισμού καθώς και η ίδια η λέξη που έχει υποστεί τη διεργασία του υποκορισμού.
επίρρ...
υποκοριστικώς / ὑποκοριστικῶς ΝΜΑ, και υποκοριστικά Ν
με υποκορισμό.