υποκρεμάννυμι

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435

Greek Monolingual

Α
1. (σχετικά με τοίχο) ενισχύω, υποστηλώνω
2. παθ. ὑποκρεμάννυμαι
κρέμομαι από κάτω («ὑποκρεμάμενον ἀνέχειν τὸ βάρος», Γρηγ
Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κρεμάννυμι «κρεμώ»].