υποκρεμάννυμι

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

Greek Monolingual

Α
1. (σχετικά με τοίχο) ενισχύω, υποστηλώνω
2. παθ. ὑποκρεμάννυμαι
κρέμομαι από κάτω («ὑποκρεμάμενον ἀνέχειν τὸ βάρος», Γρηγ
Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κρεμάννυμι «κρεμώ»].