υποκυδής

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source

Greek Monolingual

-ές, Α
1. (για τόπο) ο καλυμμένος με ρηχά νερά
2. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὑποκυδεῖς τίνες εἰσί; κοῖλοι τόποι»
3. (κατὰ τον Ησύχ.) «ὑποκυδές
ὑποφρύδιον».