ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another
-ές, Α1. (για τόπο) ο καλυμμένος με ρηχά νερά2. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὑποκυδεῖς τίνες εἰσί; κοῖλοι τόποι»3. (κατὰ τον Ησύχ.) «ὑποκυδέςὑποφρύδιον».