υπομείων

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

-εῖον, Α
1. κάπως μικρότερος ή λιγότερος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑπομείονες·(στη Σπάρτη) α) πολίτες περιορισμένων πολιτικών δικαιωμάτων οι οποίοι είχαν βέβαια γεννηθεί από γονείς γνήσιους Σπαρτιάτες πολίτες, αλλά δεν είχαν λάβει την καθιερωμένη αγωγή και δεν μετείχαν στα κοινά συσσίτια, επειδή αδυνατούσαν να καταβάλουν τη νόμιμη φορολογία
β) κατώτεροι αξιωματούχοι, υφιστάμενοι άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μείων «μικρότερος, λιγότερος»].